αεικίνητος

αεικίνητος
η , ο [ος , ον ]
1) вечно движущийся; 2) неугомонный; неутомимый, неустанный;

πνεύμα αεικίνητο — а) пытливый ум; — б) неуёмный, беспокойный человек


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αεικίνητος" в других словарях:

  • ἀεικίνητος — in perpetual motion masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεικίνητος — η, ο και ος, ο (Α ἀεικίνητος, ον) αυτός που βρίσκεται σε διαρκή, αέναη κίνηση νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) δραστήριος, ακούραστος, ακαταπόνητος 2. το ουδ. ως ουσ. α) το αεικίνητο βλ. λ. β) άλυτο πρόβλημα, χίμαιρα, ουτοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεί + κινητὸς …   Dictionary of Greek

  • αεικίνητος — η, ο 1. αυτός που κινείται διαρκώς, ακούραστος, δραστήριος: Είναι άνθρωπος αεικίνητος. 2. το ουδ., το αεικίνητο ως ουσ., φανταστική μηχανή που αν μπει μια φορά σε κίνηση δε θα σταματήσει ποτέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀεικινήτως — ἀεικίνητος in perpetual motion adverbial ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεικίνητον — ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem acc sg ἀεικίνητος in perpetual motion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεικινήτοις — ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεικινήτου — ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεικινήτους — ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεικινήτων — ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεικινήτῳ — ἀεικίνητος in perpetual motion masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεικίνητα — ἀεικίνητος in perpetual motion neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»